- αγγελομαχώ
- αγωνίζομαι με τον άγγελο τού θανάτου, ψυχομαχώ, πνέω τα λοίσθια.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγελομάχος < άγγελος + μάχομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγελομαχώ — ( άς, ά), αγγελομάχησα, ίδιας σημασίας με το αγγελοκρούω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελομάχημα — το [αγγελομαχώ] επιθανάτια αγωνία, ψυχορράγημα … Dictionary of Greek